To βιβλίο σχολιάζει η Ειρήνη Αβαρλή
Τα δύο βιβλία της Ερνώ είναι μια πολύ καλή αφήγηση απλών ιστοριών όπου συναντώνται αβίαστα η απόρριψη και η αποδοχή, η ντροπή και ο σεβασμός, η σκληρότητα και η τρυφεράδα.
Πηγαίνοντας αρκετά πίσω, ο παππούς της Ερνώ έλεγε πως αυτό που τον εξόργιζε πραγματικά ήταν να δει κάποιον από την οικογένεια βυθισμένο σ’ ένα βιβλίο ή ακολούθως, τον πατέρα της να καταδικάζει τη φιλομάθειά της: «το γεγονός ότι απολάμβανε το διάβασμα του φαινόταν ύποπτο». Μιλά ξεκάθαρα για τον κοινωνικό-ταξικό ρατσισμό και μάλιστα τον αναδεικνύει ως ένα από τα κεντρικά θέματα των βιβλίων, καθώς στη Δυτική Ευρώπη όπου κάποιος, πολύ πιο δύσκολα από την Ελλάδα, μπορεί να ξεφύγει από την κοινωνική του τάξη.
Γνώσεις, έκφραση, ενδιαφέροντα και τρόποι είναι τα όπλα με τα οποία η άρχουσα τάξη επιβάλλεται. Προεξέχοντα δε ρόλο έχουν οι λέξεις που σαν θηρία κατασπαράζουν αυτούς που δεν τις δάμασαν. Λέει η Ερνώ για τον πατέρα της «Άφατος φόβος για τη λάθος λέξη, που θα ήταν το ίδιο ενοχλητική με μια πορδή» ή «Ό,τι είχε να κάνει με τη γλώσσα ήταν αιτία πικρίας και στενοχώριας». Ασπίδα των αδύναμων: η θρησκεία, η πάστρα, η υπερηφάνεια της δουλειάς. Και εδώ να σημειώσω πως ο γαλλικός τίτλος “La place” σαφώς δεν είναι σωστά μεταφρασμένος ως «Ο Τόπος» στο πρώτο βιβλίο. Πρόκειται για τη λέξη-κλειδί «Θέση». Πως λέμε «Ο καθένας στη θέση του» ή «Για μια θέση στον ήλιο».
Η συγγραφέας, ο πατέρας της και η μητέρα της έχουν επίγνωση της θέσης τους αλλά ο καθένας ψάχνει μια άλλη θέση κοινωνική, οικονομική, προσωπική, και ταυτόχρονα προσπαθεί να καθορίσει και τη θέση της κόρης. Αναφέρεται σε κάποιο σημείο «Πρέπει να ξέρεις να κρατάς τη θέση σου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε φιλοσοφία ζωής. Έτσι λέει ο πατέρας στη θυγατέρα του «Τα βιβλία, η μουσική είναι καλά για σένα. Εμένα, δεν μου χρειάζονται για να ζήσω».
Ένα επίσης θέμα που θίγεται είναι το γνωστό χάσμα γενεών, γονείς versus παιδιά και τανάπαλιν, όπου βέβαια η ομόφυλη σχέση είναι ακόμη πιο έντονη, καθώς η κόρη ταυτίζεται, απομακρύνεται νιώθοντας άβολα -ούσα μορφωμένη- κι αργότερα αναγνωρίζει, αποδέχεται και ταυτίζεται ξανά με τη μητέρα της «Ήμουν σίγουρη τόσο για την αγάπη της όσο και για καταφανή αδικία. Εκείνη πουλούσε πατάτες και γάλα απ’το πρωί ως το βράδυ προκειμένου εγώ να κάθομαι σ’ ένα αμφιθέατρο και ν’ακούω να μιλάνε για τον Πλάτωνα» ή «Με τα μαθήματα στο Λύκειο κι ένα μικρό παιδί να του μαγειρέψω, έγινα με τη σειρά μου μια γυναίκα που δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα».
Ο καταλυτικός θάνατος που ξυπνά συναισθήματα, επαναπροσδιορίζει σχέσεις και σκέψεις, λόγια που ειπώθηκαν ή όχι . Και ο θάνατος γεννά και μια μορφή ανταποδοτικής ζωής μέσα από τη λογοτεχνία «Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η δική μου σειρά να τη φέρω στον κόσμο». Επίσης ο θάνατος σηματοδοτεί την τελική απομάκρυνση της συγγραφέως από το παρελθόν της «ο τελευταίος δεσμός με τον κόσμο απ’ τον οποίο προερχόμουν διερράγη».
Ο Ουγκώ έλεγε «Την Παιδεία τη δίνει η οικογένεια, την μόρφωση πρέπει να τη δίνει το κράτος». Τελικά η Ερνώ, πέρα από τους δαίμονές της, ποτίστηκε από την Παιδεία των γονιών της ή τελικά «Το μήλο πέφτει – με κάποιο τρόπο – κάτω από τη μηλιά». Γιατί οι σωστές λέξεις , που τόσο αναφέρονται στα εν λόγω βιβλία, δεν είναι πάντα τόσο απαραίτητες στις οικογενειακές σχέσεις. Λειτουργεί το παράδειγμα μιας μητέρας ή ενός πατέρα που ούτως ή άλλως, όπως αναφέρεται στα βιβλία, δεν μπορούν να είναι τέλειοι.
Έτσι η δραστήρια Ερνώ αγωνίστηκε πάντα με το ίδιο κουράγιο που αντιμετώπισαν οι γονείς της τις δικές τους δυσκολίες, επέδειξε την ίδια αγωνιστικότητα για βελτίωση της ζωής της βιώνοντας τα ίδια με τους γονείς της αντικρουόμενα αισθήματα ντροπής-υπερηφάνειας.Ως εκ της σάρκας της συγγραφέως αναδύεται η λυτρωτική γραφή. Η Ερνώ εξομολογείται για τη λογοτεχνία που λειτουργεί ως μαρτυρία και κάθαρση «Της άρεσε να προσφέρει σε όλους περισσότερα απ’ όσα έπαιρνε. Μήπως και η γραφή δεν είναι μια μορφή προσφοράς;» ή «Τούτο το βιβλίο δεν είναι βιογραφία, ούτε μυθιστόρημα, ίσως είναι κάτι ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην κοινωνιολογία και την ιστορία».