Το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, η Λέσχη Ανάγνωσης με συγγενείς και φίλους επισκέφθηκε την ευρύτερη περιοχή της Καβάλας, για την ετήσια ημερήσια της εξόρμηση – παράδοση πια για μας!
Μετά από συνεχείς συζητήσεις και προτάσεις με την φίλη της Λέσχης και απόφοιτο του σχολείου Πέπη Νικολαϊδου αλλά και σε συνεργασία με την μουσειολόγο και μέλος μας, δρ. Βίκυ Κερτεμελίδου, το Splendid Travel μας προσέφερε μία ακόμη ευχάριστη εκδρομή με αξιοπιστία, ασφάλεια, σωστή οργάνωση και με έναν ξεναγό που μας ταξίδεψε στις πρόσφατες ρίζες μας παρέχοντας μας γνώσεις, συγκίνηση αλλά και προβληματισμό.
Πρώτη μας στάση υπήρξε το «Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο των Ελλήνων της Καππαδοκίας Νέας Καρβάλης», ένα μονογραφικό μουσείο του Ελληνο-Καππαδοκικού πολιτισμού, 8 χλμ. έξω από την Καβάλα.
Πάνω από 400 φορεσιές, οι περισσότερες τάματα αλλοθρήσκων, χαλιά προσκυνητάρια, έγγραφα στα Καραμανλίδικα (ελληνική γραφή, μικτή παλιοτουρκική και Ανατολίτική διάλεκτος Καππαδοκίας), αντικείμενα καθημερινής ζωής, εργαλεία και σκεύη, μουσικά όργανα, όλα ενδεικτικά του τρόπου ζωής του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε στα βάθη της Μ. Ασίας και ειδικότερα στην Καρβάλη της Καππαδοκίας. Κοσμήματα με αναφορές από την βυζαντινή και οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι τον 20ο αιώνα αλλά και τον Ελλαδικό χώρο μετά την ανεξαρτησία του 1821, εκκλησιαστικά κειμήλια και ιερά σκεύη των εκκλησιών της Καππαδοκίας που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες το 1924. Είδαμε την Παναγία της Καππαδοκίας, την μόνη Παναγία στην ορθόδοξη χριστιανική ορθοδοξία που εμφανίζεται χαμογελαστή.
Τον 4ο αιώνα (300 – 400 μ.χ.) ανθίζει η μοναστική αδελφότητα στην Καππαδοκία με 300 περίπου μοναστήρια με 5.500 μοναχούς. Το 1924 από τα 300, είχαν μείνει μόνον 3-4 και από τους 5.500 μοναχούς, μόνον 10 – 12 ενώ από τα ιερά σκεύη και κειμήλια, όσα κατάφεραν να σωθούν από την μανία των Τούρκων, άλλα εκλάπησαν στο λιμάνι του Πειραιά ή από τις αποθήκες του Δημοσίου όπου είχαν στοιβαχθεί και μεγάλος αριθμός του πουλήθηκαν ως χρυσό ή βάρος ασημιού. «Πουλιόντουσαν Ευαγγέλια ως βάρος ασήμι ή ως χρυσό χαρακτηρισμένα ως σπασμένα ή χαλασμένα ενώ ήταν περίτεχνα καλλιτεχνήματα» μας είπε με πόνο ψυχής ο κ. Καπλάνης Ιωσηφίδης, οραματιστής και δημιουργός του μουσείου.
Επόμενος σταθμός, το “κονάκι” του Μοχάμετ Άλι, χτισμένο γύρω στο 1780 και συνολικής επιφάνειας 330 τμ, ήταν το μεγαλύτερο σπίτι στην Καβάλα την εποχή εκείνη. Θεωρείται ένα από τα πιο εξαίρετα σωζόμενα παραδείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα στην Ελλάδα. Ο Μοχάμετ Άλι, ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας που κυβέρνησε την Αίγυπτο μέχρι το 1952 και κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της εποχής του, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1769.
Χρηστικά αντικείμενα τόσο του σπιτιού όσο και των γυναικών του χαρεμιού, χειροποίητα χαλιά, χώροι για τις παλλακίδες αλλά και το σπαθί – τάμα του Μ. Άλι για την καλοτυχία του σπιτιού μας ταξίδεψαν στο παρελθόν, με την υπεύθυνη του χώρου, δίδα Ισμήνη Μίχα να μας δίνει όσο τον δυνατόν περισσότερες επεξηγηματικές πληροφορίες.
Στον κήπο της κατοικίας δεσπόζουν τόσο κομμάτι από τον τάφο της μητέρας του Μ. Αλί, της Ζεϊνέμπ χανούμ όσο και το άγαλμα του ίδιου του Μ.Αλί, φιλοτεχνημένο στο Παρίσι από τον διάσημο γλύπτη Κωνσταντίνο Δημητριάδη κατά παραγγελία της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, που το δώρισε στη συνέχεια στον δήμο της Καβάλας. Είναι ιδιαίτερα αξιόλογη η ιστορία της τοποθέτησής του καθώς για να περάσει και να στηθεί το άγαλμα στο συγκεκριμένο χώρο, γκρεμίστηκε μέρος των τειχών της πόλης!! Σε αυτό το άγαλμα ο Μεχμέτ Αλή απεικονίζεται με το σπαθί στη θήκη αφού σύμφωνα με την παράδοση ο προαναφερθείς επιστρέφει για να ξεκουραστεί. Παρόμοιο άγαλμα υπάρχει και στην Αίγυπτο στο οποίο ο Μεχμέτ Αλή απεικονίζεται πάλι ως έφιππος αλλά κρατώντας το σπαθί ψηλά σε μορφή δόξας. Πλέον, η οικία λειτουργεί ως μουσείο που διαχειρίζεται το Ερευνητικό Κέντρο ΜΟΗΑ, το οποίο έχει στόχο την ανάδειξη της πολυπολιτισμικότητας της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και την προώθηση του διαθρησκευτικού και διαπολιτισμικού διαλόγου.
Τρίτος σταθμός μας ήταν το τζαμί του Χαλίλ Μπέη, το οποίο πρέπει να κτίστηκε την περίοδο της ανασυγκρότησης της πόλης, γύρω στα 1530. Την περίοδο 1930 – 1940 στο τζαμί στεγαζόταν η Φιλαρμονική του Δήμου και έτσι απέκτησε την επωνυμία «Τζαμί της Μουσικής». Στο χώρο αυτό, πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της 12ης Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων αποκάλυψαν το πρώτο χριστιανικό λατρευτικό κτίσμα της περίκλειστης πόλης (είναι ορατό από το γυάλινο δάπεδο του τζαμιού), καθώς και ένα μικρό νεκροταφείο της βυζαντινής περιόδου.
Το τζαμί αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου συγκροτήματος που περιλάμβανε και μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο, με οκτώ δωμάτια για τους μαθητές), ο οποίος επίσης έχει σωθεί σε καλή κατάσταση. Στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα στο συγκρότημα λειτούργησε και σχολείο κοριτσιών, πρώτης βαθμίδας ενώ με την έλευση των προσφύγων στο τζαμί και στα μικρά δωματιάκια του μεντρεσέ εγκαταστάθηκαν προσφυγικές οικογένειες για πολλές δεκαετίες.
Μετά τις εργασίες αναστήλωσης και διαμόρφωσης που υλοποίησε η Εφορεία Αρχαιοτήτων και ο Δήμος Καβάλας, ο χώρος έχει καταστεί επισκέψιμος και χρησιμοποιείται για ποικίλες εκθέσεις και εκδηλώσεις, τόσο εντός του κτίσματος όσο και στον προαύλιο χώρο. Στις εγκαταστάσεις του μεντρεσέ φιλοξενούνται λαογραφικές συλλογές, κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και ο Εξωραϊστικός πολιτιστικός σύλλογος της συνοικίας της Παναγίας «Το Κάστρο».
Θαυμάσαμε το Παλαιό Υδραγωγείο, γνωστό και ως Καμάρες, που είναι ένα καλά διατηρημένο υδραγωγείο στην πόλη της Καβάλας και είναι ένα από τα ορόσημα της πόλης, με τον ΣουλεΪμάν τον Μεγαλοπρεπή (1520 – 1530) να το έχει ως προτεραιότητα βελτίωσης μαζί με αντίστοιχες αναστηλώσεις και σε άλλα μνημεία της πόλης. Αλλωστε η πόλη κουβαλά βαρύ ιστορικό φορτίο που από μόνη της η τριπλή ονομασία της Καβάλας (Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα) το φανερώνει καθώς αντιστοιχεί σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη αντίστοιχα
Περπατήσαμε στα λιθόστρωτα καλντερίμια της παλιάς πόλης, ακούγοντας τον παλμό της Ιστορίας να κτυπά. Κτίρια παλίμψηστα της ιστορίας της πόλης αναμειγνύονται με σύγχρονες κατασκευές, παλιές ταμπέλες διαφημίζουν σύγχρονα προϊόντα, καϊκια στο λιμάνι της γεμάτα από ανθρώπους – κυρίως αλλοδαπούς που στην ουσία ζουν εκεί μέσα περιμένουν πότε θα ξανοιχθούν στην θάλασσα για την επόμενη ψαριά – όσο υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα. Μικρά μαγαζάκια με κουραμπιέδες με όλες τις δυνατές γεύσεις προσκαλούν τον επισκέπτη να τις δοκιμάσει.
Η Καβάλα δέχτηκε σημαντικό αριθμό προσφύγων τη δεκαετία του 1910 και κυρίως του 1920, ενώ με τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών του 1923 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της.
Μετά από ένα απολαυστικό ουζάκι στην παραλία της πόλης, την ευχή να είμαστε όλοι καλά και την υπόσχεση να το επαναλάβουμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Και του χρόνου, με υγεία!!
Ανδρομάχη Καρανίκα – Δημητριάδου,
Συντονίστρια